ξανθωπός

ξανθωπός
η , ο [ός , όν ]
1) тёмно-русый; 2) светловатый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξανθωπός" в других словарях:

  • ξανθωπός — ή, ό (Α ξανθωπός, ή, όν) [ξανθός] αυτός που έχει ξανθή όψη («ξανθωπὸς χρώς», Νόνν.) νεοελλ. αυτός που κλίνει προς το ξανθό, κάπως ξανθός …   Dictionary of Greek

  • ξανθωπός — ή, ό αυτός που πλησιάζει στο ξανθό χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανθωπόν — ξανθωπός golden looking masc/fem acc sg ξανθωπός golden looking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • κύπερος — (Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές… …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • υπόξανθος — η, ο / ὑπόξανθος, ον, ΝΑ [ξανθός] ο κάπως ξανθός, ξανθωπός …   Dictionary of Greek

  • υπόξανθος — η, ο κάπως ξανθός, ξανθωπός, ξανθούτσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»